οδοιπορικό(ν)

οδοιπορικό(ν)
τό
1) путь следования, маршрут; 2) топографическая карта дорог; 3) воен, (идти) вольно! (команда)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "οδοιπορικό(ν)" в других словарях:

  • οδοιπορικό — Περιγραφή οδοιπορίας. Ο όρος ο., με παράλειψη της λέξης βιβλίον, σήμαινε στους αρχαίους χρόνους και στον Μεσαίωνα, σύγγραμμα που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από ταξιδιώτες, για την καλύτερη πραγματοποίηση ενός ταξιδιού. Ήταν δηλαδή πρόδρομος των… …   Dictionary of Greek

  • Лундемис, Менелаос — Менелаос Лундемис (греч. Μενέλαος Λουντέμης Агиа Кирьяки Восточная Фракия 1912 *  Афины 22 января 1977 года)  известный греческий писатель Содержание 1 Биография 2 …   Википедия

  • οδοιπορικός — ή, ό (ΑΜ ὁδοιπορικός, ή, όν) [οδοιπόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοιπορία και στον οδοιπόρο ή αυτός που είναι κατάλληλος για οδοιπορία νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το οδοιπορικό(ν) α) λεπτομερής περιγραφή οδοιπορίας ή ταξιδιού και… …   Dictionary of Greek

  • Marathi (Insel) — Marathi (Μαράθι) Marathi, links ehemalige Siedlung mit der Agios Nikolaos Kapelle, im Hintergrund Arki Gewässer …   Deutsch Wikipedia

  • Potamoí — Para los descendientes del dios griego Océano, véase Oceánidas. Ποταμοί Potamoí …   Wikipedia Español

  • Корча — Координаты: 40°37′ с. ш. 20°46′ в. д. / 40.616667° с. ш. 20.766667° в. д.  …   Википедия

  • Vosakou Monastery — General view of the Vossakou monastery with the imposing cypress tree. The Vosakou Monastery (Greek: Μονή Βωσάκου also misspelled as Βοσάκου) is a 17th century monastery situated in the Mylopotamos region of the Rethymno Prefecture in north… …   Wikipedia

  • καλλίνικος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τη Βασίλισσα, η οποία στους Συναξαριστές και στα Μηναία αναφέρεται ως Καλλινίκη. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου. 2. Καταγόταν από την Κιλικία. Μαρτύρησε στη Γάγγρα,… …   Dictionary of Greek

  • κυνέη — Περικεφαλαία κατασκευασμένη από δέρμα σκύλου, κατά την αρχαιότητα. Ο Όμηρος και άλλοι συγγραφείς ονομάζουν κ. την περικεφαλαία από δέρμα οποιουδήποτε ζώου· υπήρχε έτσι η κ. γαλέη, η κ. λυκέη κ.ά. Κατ’ επέκταση, έτσι ονομαζόταν και το καπέλο που… …   Dictionary of Greek

  • μίλι — Μονάδα μέτρησης μεγάλων αποστάσεων, με διάφορες τιμές για τη θάλασσα (διεθνές ναυτικό μ.) και για την ξηρά (αγγλικό μ.). Το διεθνές ναυτικό μ. καθορίστηκε με διεθνή σύμβαση του 1929 ακριβώς σε 1.852 μ. · το αγγλικό μ. (που χρησιμοποιείται στη… …   Dictionary of Greek

  • Αιθερία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ήλιου και της Ροδής ή Κλυμένης και αδελφή του Φαέθωνα. Μαζί με τις αδελφές της Αίγλη, Λαμπετία, Φαέθουσα κλπ., μεταμορφώθηκαν από τον Δία σε αιγείρους (λεύκες) επειδή δεν έπαυαν να θρηνούν τον αδελφό τους, που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»